-
1 ὑψί-ζυγος
ὑψί-ζυγος, eigtl. vom Sitze der Ruderer, hoch od. oben auf der Ruderbank sitzend, übtr. als Beiwort des Zeus, der hoch waltende, der zuoberst am Steuer sitzt u. Alles lenkt, Il. 4, 166. 7, 69. 11, 544. 18, 185, Hes. O. 18.
-
2 ὑψίζυγος
ὑψῐ-ζῠγος, ον, prop. of a rower,A sitting high on the benches: metaph. of Zeus, high-throned, Il.4.166, 7.69, al., Hes. Op. 18, B.10.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίζυγος
-
3 ὑψίζυγος
ὑψί - ζυγος: on the high rower's bench, high at the helm, high-throned, high-ruling. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑψίζυγος
-
4 ὑψίζυγος
ὑψί-ζυγος, eigtl. vom Sitze der Ruderer, hoch od. oben auf der Ruderbank sitzend, übtr. als Beiwort des Zeus, der hoch waltende, der zuoberst am Steuer sitzt u. alles lenkt -
5 υψιζυγος
См. также в других словарях:
φερέζυγος — ον, Α 1. (για άλογο) αυτός που έχει ζυγό, ζευγμένος 2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με επιμήκεις πάγκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ζυγος (< ζυγόν), πρβλ. νεό ζυγος, ὑψί ζυγος] … Dictionary of Greek
πολύζυγος — η, ο / πολύζυγος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο (γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο… … Dictionary of Greek
υψίζυγος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια τής κωπηλασίας 2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλά («Ζεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά»… … Dictionary of Greek