Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑψί - ζυγος

См. также в других словарях:

  • φερέζυγος — ον, Α 1. (για άλογο) αυτός που έχει ζυγό, ζευγμένος 2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με επιμήκεις πάγκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ζυγος (< ζυγόν), πρβλ. νεό ζυγος, ὑψί ζυγος] …   Dictionary of Greek

  • πολύζυγος — η, ο / πολύζυγος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο (γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • υψίζυγος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια τής κωπηλασίας 2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλά («Ζεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»